Πέμπτη 5 Ιουνίου 2014

Μήνυση Χρυσής Αυγής κατά Κλάπα, Δημητροπούλου και Ντογιάκου για κατάχρηση εξουσίας σε βαθμό κακουργήματος


Μήνυση Χρυσής Αυγής κατά Κλάπα, Δημητροπούλου και Ντογιάκου για κατάχρηση εξουσίας σε βαθμό κακουργήματος

Ο Λαϊκός Σύνδεσμος - Χρυσή Αυγή κατέθεσε σήμερα στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών μήνυση κατά των εφετών ανακριτριών Κλάπα και Δημητροπούλου και του Εισαγγελέα Εφετών Ντογιάκου για κατάχρηση εξουσίας σε βαθμό κακουργήματος και για παράβαση καθήκοντος.
Η μήνυση κατατέθηκε διότι εν λόγω επίορκοι δικαστικοί λειτουργοί κατά την διάρκεια της απολογίας του Στάθη Μπούκουρα χρησιμοποίησαν εκβιαστικά μέσα για να του αποσπάσουν ψευδή κατάθεση σε βάρος των βουλευτών της Χρυσής Αυγής, όπως επιβεβαίωσε και ο συνήγορός του Αλέξης Κούγιας.

Ακολουθεί όλο το κείμενο της μήνυσης:
 
ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ ΑΘΗΝΩΝ

ΜΗΝΥΤΗΡΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ

Του πολιτικού κόμματος «ΛΑΪΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ – ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ», που εδρεύει στην Αθήνα, Λεωφόρος Μεσογείων αριθ. 131 , όπως νομίμως εκπροσωπείται

ΚΑΤΑ

Των Εφετών-Ειδικών Ανακριτριών Ιωάννας Χριστοδουλέα-Κλάπα, Μαρίας Δημητροπούλου-Ανδρεάδου και του Εισαγγελέα Εφετών Ισίδωρου Ντογιάκου

-Ι-
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

 Από την πρώτη στιγμή εισόδου του στη Βουλή, ο Λαϊκός Σύνδεσμος-Χρυσή Αυγή διεξήγαγε έναν ανυποχώρητο αγώνα για την κατάργηση του Μνημονίου, όπως επίσης για την προώθηση των πατριωτικών θέσεων και προτάσεών του. Αυτός ήταν ο λόγος που εξαρχής δέχθηκε μία ανοίκεια επίθεση κατασυκοφάντησης από το σύνολο του πολιτικού συστήματος, της πλειοψηφίας του έντυπου και ηλεκτρονικού τύπου συμπεριλαμβανομένης.

 Όταν ο πόλεμος αυτός αποδείχθηκε αλυσιτελής για την ανακοπή της ιλιγγιώδους δημοσκοπικής μας ανόδου, περί Σεπτέμβριο 2013, το καθεστώς Βενιζέλου-Σαμαρά ενορχήστρωσε μία νομική σκευωρία για την άσκηση ποινικών διώξεων κατά των Βουλευτών και στελεχών του κόμματός μας με «όχημα» το άρθρο 187 ΠΚ. Για το σκοπό αυτό, η εκτελεστική εξουσία ανέθεσε σε μία κλίκα επίορκων δικαστών να χαρακτηρίσει τη Χρυσή Αυγή εγκληματική οργάνωση. Η δίωξη έγινε κατά παραγγελία της Κυβέρνησης και αυτό αποδεικνύεται από το ότι η προκαταρκτική εξέταση ανατέθηκε στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου (και όχι στον καθ’ ύλην αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών), ολοκληρώθηκε εντός πέντε ημερών(!) και (με το πρόσχημα της δήθεν ύπαρξης διαρκούς αυτοφώρου κακουργήματος) οδήγησε στη σύλληψη Αρχηγού κόμματος και Βουλευτών για πρώτη φορά στην ιστορία χωρίς άρση ασυλίας, με μόνα στοιχεία τις καταθέσεις ανωνύμων ψευδομαρτύρων και τις αξιολογικές κρίσεις που παρέθεσαν ενώπιον του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Βουρλιώτη δημοσιογράφοι κινούμενοι από την εχθρότητά τους για τη Χρυσή Αυγή και πολιτικοί αντίπαλοι του κόμματός μας.  

Στην πραγματικότητα, πρόκειται για διωγμό και όχι για δίωξη, καθώς οι κατηγορούμενοι δεν ανακρίνονται για να ομολογήσουν τι έπραξαν, αλλά για να αρνηθούν τις πολιτικές τους πεποιθήσεις.
Από τον Οκτώβριο του 2013, η ανάκριση (αριθ. δικογραφίας Φ2013/3990) έχει ανατεθεί στους μηνυόμενους οι οποίοι, προκειμένου να επιβάλουν προφυλακίσεις και να διατηρήσουν τις υφιστάμενες, ποινικοποίησαν το φρόνημα, τον πολιτικό λόγο, ακόμα και την κατοχή συγκεκριμένων ιστορικών συγγραμμάτων! Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους πόρρω απέχουν από την αντικειμενική εξέταση των πραγμάτων επιδεικνύοντας μεροληψία ζηλευτή ακόμα και για Ιεροεξεταστή του Μεσαίωνα. Οι ερωτήσεις που υποβάλλουν στους μάρτυρες φανερώνουν ότι δεν ερευνούν την αλήθεια προς όλες τις κατευθύνσεις, αλλά μόνο προς αυτές που εξυπηρετούν την-κατ’ επίφαση-στοιχειοθέτηση του κατηγορητηρίου. Οι ερωτήσεις προς τους κατηγορουμένους είναι σε μεγάλο ποσοστό παραπειστικές και στο σύνολό τους κατατείνουν στην πρόκληση αισθημάτων ηθικής ενοχής σε αυτούς. Οι κατηγορούμενοι υφίστανται τεράστια ψυχική πίεση καθώς οι ανακρίτριες και ο εισαγγελέας τους δημιουργούν την εντύπωση ότι βρίσκονται στη θέση του κατηγορουμένου εξαιτίας πράξεων ή δηλώσεων τρίτων προσώπων.

Ήδη έχουν κατατεθεί αρκετές μηνύσεις από κατηγορουμένους για παραπτώματα που αφορούν τον τρόπο διεξαγωγής της ανάκρισης. Ο Ηλίας Κασιδιάρης και η Ελένη Ζαρούλια έχουν καταθέσει μηνύσεις για συστηματική διαρροή του προανακριτικού υλικού, ο Παναγιώτης Ηλιόπουλος έχει καταθέσει μήνυση σχετικά με την ύπαρξη προειλημμένης απόφασης για την προφυλάκιση του ιδίου και δύο ακόμα συγκατηγορουμένων του δύο ημέρες πριν την απολογία τους, ενώ ο Ιωάννης Λαγός κατέθεσε μήνυση για εκβιασμούς εκ μέρους των ανακριτριών στον προφυλακισμένο συγκατηγορούμενό του Αναστάσιο Πανταζή τον οποίο εκβιαστικά πίεζαν να ομολογήσει ψευδώς ότι δέχτηκε εντολές από τον Βουλευτή Β΄ Πειραιώς για να τελέσει εγκληματικές ενέργειες και σε αντάλλαγμα θα τον άφηναν ελεύθερο.

Στις 02 Ιουνίου 2014 συνέβη ακόμα ένα γεγονός που δείχνει την έκνομη συμπεριφορά των μηνυομένων. Συμπεριφορά, ο σαδισμός της οποίας θυμίζει φρουρούς των στρατοπέδων γκούλαγκ!

Συγκεκριμένα, εντός του ανακριτικού γραφείου κατά τη διάρκεια της απολογίας του κατηγορουμένου Ευστάθιου Μπούκουρα, οι μηνυόμενοι χρησιμοποίησαν εκβιαστικά μέσα προκειμένου να παρεμποδίσουν τον ελεύθερο σχηματισμό της βούλησης του κατηγορουμένου. Ο δικηγόρος του κυρίου Μπούκουρα Αλέξιος Κούγιας, με δηλώσεις του στον Τύπο κατήγγειλε ότι οι μηνυόμενοι με τα λεγόμενα και την εν γένει συμπεριφορά τους, άσκησαν αφόρητη πίεση στον κατηγορούμενο και κατέβαλλαν επίμονη προσπάθεια να τον μετατρέψουν σε οιονεί μάρτυρα κατηγορίας σε βάρος των συγκατηγορουμένων του και να εκμαιεύσουν απ’ αυτόν πράγματα που δεν είναι αληθή, δηλαδή να τον ωθήσουν να καταθέσει περί δήθεν εγκληματικών ενεργειών που έχουν τελέσει οι συγκατηγορούμενοί του. Και ότι ουσιαστικά του διεμήνυσαν και τον απείλησαν ότι μόνο εάν έπραττε κάτι τέτοιο θα επέτρεπαν την αποφυλάκισή του.

Τα εκβιαστικά αυτά μέσα και η αφόρητη πίεση είχε ως αποτέλεσμα ο κατηγορούμενος να καταρρεύσει με σπασμούς και να δηλώσει ότι αδυνατεί να συνεχίσει την απολογία του! Εν συνεχεία κατέθεσε μέσω του δικηγόρου του γραπτή δήλωση στην οποία ανέφερε τα εξής: «Με το παρόν έγγραφό μου διαμαρτύρομαι εντονότατα για τον τρόπο διενέργειας από μέρους Σας της ανακριτικής διαδικασίας, αφού ενώ έχω κληθεί βάσει συγκεκριμένου κατηγορητηρίου, όλες οι ερωτήσεις που μου υποβάλλετε είναι άσχετες με αυτό, διατυπώνονται με τρόπο μεροληπτικό σε βάρος μου, γεγονός που αποδεικνύει την προκατάληψή Σας σε βάρος μου, αφού οι ερωτήσεις σας γίνονται με διατύπωση και τρόπο που δεν στοχεύει στη διάγνωση της αλήθειας, αλλά στην με το ζόρι στοιχειοθέτηση ανύπαρκτων κατηγοριών σε βάρος μου, καθιστώντας την διαδικασία σε βάρος μου μεροληπτική και απάνθρωπη.»

-ΙΙ-
ΝΟΜΙΚΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ

 α) Στο άρθρο 239 ΠΚ (κατάχρηση εξουσίας) προβλέπεται ότι: «Υπάλληλος στα καθήκοντα  του  οποίου  ανάγεται  η  δίωξη  ή  η ανάκριση αξιόποινων πράξεων: α) αν μεταχειρίστηκε παρανόμως εκβιαστικά  μέσα   για   να  πετύχει  οποιαδήποτε  έγγραφη  ή  προφορική κατάθεση  κατηγορουμένου,  μάρτυρα  ή  πραγματογνώμονα  τιμωρείται  με  Φυλάκιση τουλάχιστον  ενός  έτους,  εφόσον η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα κατά τα άρθρα 137Α και 137Β  β) αν εν γνώσει του εξέθεσε σε δίωξη ή τιμωρία κάποιον αθώο ή παρέλειψε να διώξει κάποιον  υπαίτιο  ή  προκάλεσε  την απαλλαγή τους από την τιμωρία τιμωρείται με Κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.»

Κατά την ορθότερη άποψη, με την αξιόποινη πράξη της καταχρήσεως εξουσίας κατ’ άρθρο 239 ΠΚ προσβάλλεται πρωτίστως το κοινωνικό έννομο αγαθό της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης και συγκεκριμένα το το αίτημα για ικανοποίηση του «ius puniendi» της πολιτείας. Η ποινική λειτουργία, λοιπόν, ως διαδικασία ασκήσεως και απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, όπως αυτή ρυθμίζεται από το Σύνταγμα και τους Νόμους του κράτους, θίγεται με ενέργειες είτε εμποδίζουν το σχηματισμό και τη διαμόρφωση της κρατικής ποινικής εξουσίας διά της παραλείψεως διώξεως του υπαιτίου ή της απαλλαγής του από την τιμωρία (περ. β΄ στοιχ. β΄ άρθρου 239 ΠΚ), είτε αλλοιώνουν τη διαδικασία και το περιεχόμενό της δια της αποκτήσεως καταθέσεως με τη χρήση παρανόμων εκβιαστικών μέσων (στοιχ. α΄άρθρου 239 ΠΚ) ή διά της διώξεως και τιμωρήσεως κάποιου αθώου πολίτη (περ. α΄ στοιχ. β΄ άρθρου 239 ΠΚ).

Ειδικότερα, με το έγκλημα του άρθρου 239 ΠΚ θίγεται ο συνταγματικά καθορισμένος και θεσμοθετημένος τρόπος ασκήσεως του κρατικού έργου της ποινικής καταστολής, προσβάλλεται η ποινική λειτουργία από τα ίδια τα όργανά της όσον αφορά στη δίωξη και τιμώρηση των εγκλημάτων, τόσο στη διαμόρφωση της κρατικής βουλήσεως όσο και στην υλοποίησή της και όσον αφορά στη θετική και στην αρνητική της μορφή, που είναι η δίωξη και η τιμώρηση των ενόχων και η μη δίωξη και τιμώρηση των αθώων. ‘Ετσι εξηγούνται, άλλωστε, και οι αυστηρότατες ποινές, ιδίως του στοιχ. β΄, αφού σε ένα φιλελεύθερου προσανατολισμού κράτος δικαίου η άσκηση και η απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, η οποία είναι και συνταγματικά κατοχυρωμένη, συνιστά εγγύηση και ασφάλεια για τις ελευθερίες των πολιτών.

Ενεργητικό υποκείμενο του εγκλήματος της αξιόποινης πράξεως της καταχρήσεως εξουσίας κατ’ άρθρο 239 ΠΚ, τυποποιώντας γνήσιο ιδιαίτερο έγκλημα, δύναται να είναι μόνον υπάλληλος, στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η δίωξη ή η ανάκριση αξιοποίνων πράξεων. Μάλιστα, πρόκειται για ειδικό υπηρεσιακό έγκλημα, δεδομένου ότι δύναται να τελεσθεί μόνον από υπάλληλο ορισμένων καθηκόντων. Ο δράστης απαιτείται να έχει de jure την εξουσία, την οποία τελικά καταχράται, ως εκ τούτου ο υπάλληλος θα πρέπει να είναι in concreto ο καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιος για τη συγκεκριμένη υπόθεση και όχι οποιοσδήποτε αφηρημένα αρμόδιος υπάλληλος.

Ως εκβιαστικά μέσα θα πρέπει να νοηθούν εκείνα, με τα οποία επιδιώκεται η παρεμπόδιση του ελεύθερου σχηματισμού της βούλησης του προσώπου που καταθέτει, ήτοι του κατηγορουμένου, μάρτυρα ή πραγματογνώμονα και ο επηρεασμός του σχηματισμού αυτού. Στην έννοια των εκβιαστικών μέσων κατά την έννοια του παρόντος θα πρέπει να περιληφθεί και η χρήση απειλής, τουτέστιν η προαναγγελία κακού που πρόκειται να πραγματοποιηθεί από τον υπαίτιο είτε εναντίον του ιδίου είτε και άλλου προσώπου, που συνδέεται με αυτόν και αποβλέπει στον εξαναγκασμό του παθόντος να πράξει, να παραλείψει ή να ανεχθεί κάτι. Το κρίσιμο κριτήριο για να θεωρηθεί ένα μέσο ως εκβιαστικό είναι κατά πόσο αυτό άγει σε επηρεασμό της βουλήσεως του καταθέτοντος και αν η εκβιαστική αυτή χρήση είναι παράνομη, διότι υπερβαίνει τα επιτρεπόμενα όρια της ανακριτικής δράσεως. Το στοιχείο αυτό του «παρανόμου» συνιστά όρο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της καταχρήσεως εξουσίας.

Ο πυρήνας του εγκληματικού αδίκου κατ’ άρθρο 239 στοιχ. α΄ ΠΚ συνίσταται στο σκοπό του δράστη, ο οποίος συνίσταται, διά της χρήσεως εκβιαστικών μέσων, στο να αποσπάσει οποιαδήποτε έγγραφη ή προφορική κατάθεση κατηγορουμένου, μάρτυρα ή πραγματογνώμονα. Στην έννοια της καταθέσεως υπάγεται και η απολογία του κατηγορουμένου. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, η χρήση των εκβιαστικών μέσων θα πρέπει να συνδέεται αιτιωδώς με το σκοπό αποσπάσεως καταθέσεως κατηγορουμένου, μάρτυρα ή πραγματογνώμονα και μάλιστα ο σύνδεσμος αυτός απαιτείται να είναι έκδηλος αντικειμενικά και να γνωστοποιείται στον παθόντα. Επιπλέον, θα πρέπει να υφίσταται η απαιτούμενη αντικειμενική προσφορότητα της πράξεως να οδηγήσει στην απόσπαση της επιδιωκόμενης καταθέσεως του κατηγορουμένου, μάρτυρα ή πραγματογνώμονα. Για την τιμώρηση του υπαιτίου είναι αρκετή η διαπίστωση της συνδρομής του πρόσθετου αυτού σκοπού, χωρίς να απαιτείται και η επέλευσή του, αρκεί η χρήση των παράνομων εκβιαστικών μέσων να μπορούσε αντικειμενικά να οδηγήσει στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή την απόσπαση της καταθέσεως του παθόντος.

β) Σύμφωνα με τα παραπάνω, οι μηνυόμενοι τέλεσαν το αδίκημα του άρθρου 239 στοιχ. α΄ ΠΚ). Ήτοι, ενεργώντας στα πλαίσια των καθηκόντων τους ανάκριση για αξιόποινες πράξεις, μεταχειρίστηκαν παράνομα εκβιαστικά μέσα και απειλές με σκοπό να αποσπάσουν από τον κατηγορούμενο Ευστάθιο Μπούκουρα αναληθή κατάθεση σε βάρος των συγκατηγορουμένων του ως μόνο όρο και δυνατότητα προκειμένου να εξασφαλίσει την αποφυλάκισή του.

Το έπραξαν δε αυτό, παρόλο που ο κατηγορούμενος τους είχε δηλώσει ρητά ότι θεωρεί τη σε βάρος του δίωξη έωλη, ότι δεν γνωρίζει αξιόποινες πράξεις και συμπεριφορές συγκατηγορουμένων του, ότι θεωρεί την προφυλάκισή του απολύτως άδικη, ότι βιώνει ακραίο ψυχικό άλγος εξαιτίας του ότι βρίσκεται επί πολλούς μήνες μακριά από τα παιδιά και τη σύζυγό του και ότι λόγω του εγκλεισμού του έχει επιβαρυνθεί η κατάσταση της ψυχικής του υγείας (συγκεκριμένα κατέθεσε: «…δεν είμαι σε ψυχική κατάσταση να σας απαντήσω. Θέλω να πάω στα παιδιά μου. Δεν έχω κάνει κάτι για να πάω στη φυλακή. Θέλω να πάω στη γυναίκα και στα παιδιά μου. Είμαι νεκρός άνθρωπος. Σεβαστείτε την κατάστασή μου. Δεν είμαι ούτε φασίστας ούτε ναζιστής. Δεν έχω κάνει τίποτα. Το απέδειξα. Είμαι νεκρός. Είμαι άδειος άνθρωπος χωρίς τα παιδιά μου. Δεν έχω κάνει κάτι για να είμαι στη φυλακή. Έχω χάσει 16 κιλά σε τέσσερις μήνες. Έφυγα, ανεξαρτητοποιήθηκα. Με διώξανε. Τους έκανα χατίρια. Έλεγα αυτά που μου έλεγαν. Πού είναι το μεμπτό; Δυο φορές έχω επιχειρήσει να κρεμαστώ στο κελί. Γιατί; Γιατί είμαι φυλακή;») με αποτέλεσμα να λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή με ισχυρά αντικαταθλιπτικά.    

γ) Επιπλέον, οι μηνυόμενοι τέλεσαν και το αδίκημα της διακεκριμένης περίπτωσης του άρθρου 239 στοιχ. β΄ περ. α΄ ΠΚ. Ειδικότερα, ως διακεκριμένες παραλλαγές του στοιχ. α΄ του άρθρου 239 ΠΚ, επισύροντας βαρύτερη ποινή σε βαθμό κακουργήματος, ενέχουσες καταφανώς μεγαλύτερη απαξιολογική βαρύτητα εις βάρος του υπερατομικού εννόμου αγαθού της απονομής της δικαιοσύνης, προβλέπονται στο στοιχ. β΄ του άρθρου 239 ΠΚ δύο ιδιαίτερα και ανεξάρτητα μεταξύ των εγκλήματα, ήτοι: α) η εν γνώσει του υπαλλήλου έκθεση σε δίωξη ή τιμωρία κάποιου αθώου και β) η εν γνώσει του υπαλλήλου παράλειψη διώξεως κάποιου υπαιτίου ή η εν γνώσει πρόκληση της απαλλαγής του από την τιμωρία.

Η εκ μέρους υπαλλήλου στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η δίωξη ή η ανάκριση, εν γνώσει έκθεση σε δίωξη ή τιμωρία κάποιου αθώου ανθρώπου. 

Ο πρώτος αυτός τρόπος τελέσεως της διακεκριμένης παραλλαγής του στοιχ. β΄ του άρθρου 239 ΠΚ τελείται, όταν ο υπάλληλος-στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η δίωξη ή η ανάκριση-με τη συμπεριφορά του, είτε με θετική ενέργεια είτε και με παράλειψη, δημιουργεί κίνδυνο διώξεως ή τιμωρία κάποιου αθώου προσώπου. Πρόκειται για έγκλημα δυνητικής διακινδυνεύσεως του εννόμου αγαθού της ορθής απονομής  της δικαιοσύνης, δεδομένου ότι η προσβολή είναι τετελεσμένη και μόνον με την έκθεση ενός αθώου σε ποινική δίωξη, χωρίς να απαιτείται και η έκδοση οποιασδήποτε εσφαλμένης απόφανσης οργάνου απονομής της ποινικής δικαιοσύνης. «Εκθέτει» σημαίνει εμβάλλει σε κίνδυνο διώξεως ή τιμωρίας κάποιον αθώο. Για την τιμώρηση του υπαιτίου απαιτείται μόνο πρόκληση κινδύνου ποινικής διώξεως και δεν απαιτείται πράγματι να διώχθηκε ή να τιμωρήθηκε ο παθών εκ της συμπεριφοράς του υπαλλήλου.

δ)  Σύμφωνα με τα παραπάνω, οι μηνυόμενοι τέλεσαν το αδίκημα του άρθρου 239 στοιχ. β΄ περ. α΄. Ήτοι πιέζοντας με παράνομα εκβιαστικά μέσα τον κατηγορούμενο Ευστάθιο Μπούκουρα να δώσει ψευδή κατάθεση περί δήθεν εγκληματικών ενεργειών συγκατηγορουμένων του, εξέθεσαν αυτούς (δηλαδή τους λοιπούς κατηγορουμένους) σε κίνδυνο δίωξης και τιμωρίας για βαριά αδικήματα όπως αυτό του άρθρου 187 ΠΚ και τα σε αυτό αναφερόμενα κακουργήματα.

ε) Στο άρθρο 259 ΠΚ (παράβαση καθήκοντος) προβλέπεται ότι: «Υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο  όφελος ή  για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο τιμωρείται με Φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη.»

Ενεργητικό υποκείμενο τελέσεως της αξιόποινης πράξεως της παραβάσεως καθήκοντος κατ’ άρθρον 259 ΠΚ δύναται να είναι υπάλληλος, κατά την έννοια των άρθρων 13 στοιχ. α΄ και 263Α ΠΚ. Ως εκ τούτου τυποποιείται γνήσιο ιδιαίτερο έγκλημα, δεδομένου ότι η ιδιαίτερη ιδιότητα του υπαλλήλου θεμελιώνει το αξιόποινο του εγκλήματος.

Η αξιόποινη εγκληματική συμπεριφορά συνίσταται στην, εκ μέρους του υπαλλήλου, εκ προθέσεως παράβαση των καθηκόντων της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο. Η παράβαση των καθηκόντων δύναται να τελείται τόσο με ενέργεια όσο και με παράλειψη.

Υπηρεσιακά καθήκοντα είναι εκείνα, τα οποία έχουν ανατεθεί στον υπάλληλο ως όργανο του Κράτους και αφορούν στην έκφραση μέσω αυτού της βουλήσεως της πολιτείας, εντός του ανατεθειμένου σε αυτόν κύκλου των καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμοδιοτήτων του και στις σχέσεις της πολιτείας με τους τρίτους, τα αναγόμενα στην εκπλήρωση του ανατεθειμένου έργου.
Άλλαις λέξαισιν, το παρόν έγκλημα τελείται με την παράβαση των καθηκόντων, με τα οποία ασκείται η ανατεθειμένη υπηρεσία, ήτοι τα υπαγόμενα στην εκπλήρωση του ανατεθειμένου έργου και μόνον.

Σημειωτέον, παράβαση καθήκοντος συνιστά όχι μόνον όταν ο υπάλληλος παραβιάζει τα καθήκοντά του, ενεργώντας εντός του κύκλου της δικαιοδοσίας του, αλλά και όταν η πράξη του συνιστά υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής του εξουσίας ή ακόμη και καταχρηστική άσκηση της ευχέρειας αυτής.

Για την πλήρωση της υποκειμενικής υποστάσεως της αξιόποινης πράξεως της παραβάσεως καθήκοντος κατ’ άρθρον 259 ΠΚ απαιτείται κάθε είδος δόλου, συνεπώς και ενδεχόμενος, που συνίσταται στη γνώση, εκ μέρους του υπαλλήλου, της υπαλληλική ιδιότητας και στη βούλησή του να παραβεί ή να παραλείψει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του. Επιπλέον όμως, απαιτείται δόλος σκοπού όσον αφορά στο σκοπό του υπαλλήλου να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο, τυποποιούμενου εν προκειμένω εγκλήματος υπερχειλούς υποκειμενικής υποστάσεως. Για να συντρέχει δε αυτός ο σκοπός, που συνιστά πρόσθετο υποκειμενικό στοιχείο που θεμελιώνει τον άδικο χαρακτήρα της πράξεως, πρέπει όχι μόνον η βούληση του δράστη να κατατείνει προς αυτόν, αλλά και η συμπεριφορά του, όπως αναπτύσσεται, να μπορεί αντικειμενικά να οδηγήσει στην επίτευξή του, αφού ο όρος «με σκοπό  να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο», λογικά σημαίνει ότι η πράξη, όπως επιχειρείται από τον δράστη δύναται να οδηγήσει στην απόκτηση παρανόμου οφέλους ή στην πρόκληση της βλάβης τρίτου (αντικειμενικό στοιχείο) και επιπλέον, ότι η βούληση του δράστη κατευθύνεται στην απόκτηση του οφέλους ή στην πρόκληση της βλάβης (υποκειμενικό στοιχείο). Τέτοια προσφορότητα θα υπάρχει, όταν η ωφέλεια ή η βλάβη που επιδιώκει ο δράστης μπορεί να πραγματωθεί μόνο με την παράβαση του συγκεκριμένου καθήκοντος ή και με την παράβαση αυτού. Μεταξύ της παραβάσεως και του σκοπού πρέπει να υπάρχει αιτιώδης σχέση, ώστε η πράξη της παραβάσεως καθήκοντος, εάν δεν είναι ο αποκλειστικός τρόπος, πάντως πρέπει να είναι ο πρόσφορος τρόπος προσπορισμού του σκοπούμενου οφέλους ή βλάβης.  

στ) Οι μηνυόμενοι, με την ιδιότητα του υπαλλήλου κατ΄ άρθρον 13 παρ. α ΠΚ, ήτοι ασκώντας δημόσια υπηρεσία που τους είχε νόμιμα ανατεθεί με την υπ’ αριθ. 09/17-10-2013 απόφαση της Ολομέλειας του Εφετείου Αθηνών, παρέβησαν το καθήκον τους που ήταν η συλλογή αποδεικτικών στοιχείων και η εξακρίβωση της αλήθειας (άρθρο 239 ΚΠΔ) και στις 02-06-2014 επεχείρησαν κατά τη διάρκεια συμπληρωματικής απολογίας να αποσπάσουν ψευδή στοιχεία από τον προσωρινά κρατούμενο Ευστάθιο Μπούκουρα για υποτιθέμενες εγκληματικές ενέργειες και συμπεριφορές συγκατηγορουμένων του. Σκοπός τους ήταν εκμεταλλευόμενοι την κυρίαρχη θέση τους ως ανακριτικών αρχών, θέση που τους επέτρεπε να καθορίζουν την δέσμευση ή μη της ελευθερίας του κατηγορουμένου, να βλάψουν τρίτα πρόσωπα, ήτοι τους συγκατηγορουμένους τού Ευστάθιου Μπούκουρα, η θέση των οποίων σαφέστατα θα γινόταν δυσχερής σε περίπτωση που επιτυγχάνονταν η ψευδής κατάθεση. Προέβησαν στην πράξη τους γνωρίζοντας ότι η ενέργεια αυτή ήταν αφενός πρόσφορη να επιτύχει τον επιδιωκόμενο σκοπό λόγω της εύθραυστης ψυχολογικής κατάστασης του κατηγορουμένου, αφετέρου η μοναδική μέσω της οποίας μπορούσε να πραγματωθεί η παράβαση του καθήκοντός τους, δηλαδή η στοιχειοθέτηση των ανυπόστατων κατηγοριών, καθώς στη δικογραφία δεν υπάρχουν στοιχεία που να δικαιολογούν την άσκηση ποινικής δίωξης ή την περαιτέρω τιμωρία των υπόδικων προσώπων.   

Επειδή η μήνυσή  μας είναι νόμιμη, βάσιμη, αληθής και εμπρόθεσμη

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Μηνύουμε  τους παραπάνω για τις παράνομες πράξεις που τέλεσαν και ζητούμε τη δίωξη αυτών και παντός άλλους συνυπαιτίου για τα αδικήματα της κατάχρησης εξουσίας (άρθρο 239 στοιχ. α΄ και στοιχ. β΄ περ α΄ ΠΚ) και παράβασης καθήκοντος (άρθρο 259 ΠΚ).

Αθήνα, 05/06/2014
Για τον Λαϊκό Σύνδεσμο - Χρυσή Αυγή

Διαβάστε περισσότερα: