Παρασκευή 19 Ιουνίου 2015

Άρθρο - κόλαφος για το λαθρονομοσχέδιο του Σύριζα: Οι βουλευτές γνωρίζουν τι καλούνται να ψηφίσουν;


Τροποποίηση του Κώδικα Ιθαγένειας και Σύνταγμα

Του Ευάγγελου Κ. Τσεκούρα, δικηγόρου, στην εφημερίδα "Ποντίκι"

Το θέμα προσφέρεται σε αναζήτηση αναλογιών. Φεβρουάριος 2010. Ενώ η χώρα, αντιμέτωπη με τους δανειστές, ετοιμαζόταν να εισέλθει σε μία από τις πιο επικίνδυνες περιόδους της Ιστορικής της διαδρομής, η κυβέρνηση του Γιώργου Α. Παπανδρέου με ιδιαίτερη σπουδή (πρεμούρα) Ψήφισε στη Βουλή τον Ν. 3838/2010 επιφέροντας τροποποίηση στον Κώδικα Ιθαγενείας, προσφέροντας την ελληνική ιθαγένεια, αυτομάτως και αθρόως, σε παιδιά αλλοδαπών γονέων, που είχαν περατώσει έξι χρόνια βασικής εκπαιδεύσεως στην Ελλάδα, υπό την προϋπόθεση ότι οι γονείς τους είχαν πέντε έτη μόνιμης και νόμιμης παραμονής στη Χώρα. Η διάταξη κρίθηκε αντισυνταγματική με την υπ' αριθ. 460/2013 απόφαση του ΣτΕ (ολομέλεια) και δεν εφαρμόστηκε.

Ιούνιος 2015. Ενώ η χώρα βρίσκεται σε καμπή αντίστοιχης κρισιμότητας, η παρούσα κυβέρνηση, αν και ευρισκόμενη στον πολιτικό αντίποδα της κυβέρνησης του ΓΑΠ, με την ίδια πρεμούρα εισάγει προς ψήφιση νομoσχέδιο επιφέροντας και αυτή τροπoποίηση στον Κώδικα Ιθαγενείας, προσφέροντας την ελληνική ιθαγένεια, αυτομάτως και αθρόως, σε παιδιά αλλοδαπών γονέων, που εγγράφονται στην Α΄ τάξη του Δημοτικού Σχολείου, υπό την προϋπόθεση ότι οι γονείς τους έχουν πέντε έτη μόνιμης και νόμιμης παραμονής στη Χώρα.

Το πνεύμα του Συντάγματος

Πριν ασχοληθούμε με την κοινή νομικοπολιτική βάση και ίσως την κοινή πολιτικοφιλοσοφική αφετηρία των δύο νομοθετικών εγχειρημάτων, επιβάλλεται να αναφέρουμε για τον Κώδικα Ιθαγενείας ότι είναι βασικό νομοθέτημα κάθε δημοκρατικής πολιτείας, αφού αυτό καθορίζει τη σύνθεση του λαού (επί του προκειμένου, ποιοι είναι Έλληνες), ο οποίος αποτελεί την πηγή κάθε εξουσίας και στα μέλη του, τους πολίτες, αναγνωρίζονται αποκλειστικά δικαιώματα και υποχρεώσεις (εκλέγειν - εκλέγεσθαι - διορίζεσθαι σε δημόσιες θέσεις - στρατεύεσθαι κ.λπ.).

Κατά τον Κώδικα Ιθαγενείας, εμφoρούμενον από την αυτονόητη μέχρι σήμερα παραδοχή ότι η Ελλάδα είναι το κράτος του ελληνικού έθνους, αναγνωρίζονται κατ' αρχήν Έλληνες, όσοι έχουν γεννηθεί από Έλληνες γονείς και, κατά δεύτερον, όσοι αλλοδαποί ανεγνωρίσθησαν ως Έλληνες διά πολιτογραφήσεως. Δηλαδή αλλοδαποί ενήλικοι, αφού έχουν συμπληρώσει ένα χρονικό διάστημα νόμιμης και μόνιμης παραμονής στη χώρα και έχουν επαρκή γνώση της ελληνικής γλώσσας, ιστορίας και έναν αυξημένο βαθμό ενσωματώσεως στην κοινωνικοοικονομική, πολιτιστική και πολιτική ζωή της χώρας, εκ των οποίων τεκμαίρεται διαμόρφωση δεσμού με το ελληνικό έθνος, δύνανται να υποβάλλουν αίτηση (δήλωση βουλήσεως) ότι επιθυμούν να αναγνωρισθούν ως Έλληνες και, μετά εξατομικευμένη κρίση, πολιτογραφούνται.

Η παραβίαση της παραπάνω αρχής περί ήδη διαμορφωμένου δεσμού του πολιτογραφούμενου αλλοδαπού με το ελληνικό έθνος επήλθε με τον «νόμο Ραγκούση», ήδη ακυρωθέντα με την απόφαση της Ολομελείας του ΣτΕ. Αξίζει να μνημονεύσουμε από το σκεπτικό της: «(...) Ο κατά το Σύνταγμα καθορισμός των προσόντων του Έλληνα πολίτη ανατίθεται στον νόμο δεν σημαίνει ότι ο κοινός νομοθέτης είναι ανεξέλεγκτος (...) και δεν μπορεί να παραγνωρίσει το γεγονός ότι το ελληνικό κράτος ιδρύθηκε και υπάρχει ως εθνικό κράτος με συγκεκριμένη ιστορία και ότι ο χαρακτήρας αυτός είναι εγγυημένος τουλάχιστον από τους ορισμούς του άρθρου 1 παρ. του ισχύοντος Συντάγματος. Ότι ελάχιστος όρος και όριο των σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων για την απονομή της ελληνικής ιθαγένειας είναι η ύπαρξη γνησίου δεσμού του αλλοδαπού προς το ελληνικό κράτος και την ελληνική κοινωνία, τα οποία δεν είναι οργανισμοί ασπόνδυλοι και δημιουργήματα εφήμερα, αλλά παριστούν διαχρονική ενότητα με ορισμένο πολιτιστικό υπόβαθρο, κοινότητα με σχετικώς σταθερά ήθη και έθιμο, κοινή γλώσσα με μακρά παράδοση, στοιχεία τα οποία μεταβιβάζονται από γενεά σε γενεά με την βοήθεια μικρότερων κοινωνικών μονάδων (οικογένεια) και οργανωμένων κρατικών μονάδων (εκπαίδευση). Εάν παρεγνωρίζετο η προϋπόθεση του ουσιαστικού δεσμού και ο νομοθέτης μπορούσε να τον αγνοήσει, τότε πρακτικώς Θα μπορούσε και να προσδιορίσει αυθαιρέτως τη σύνθεση του λαού, με την προσθήκη απροσδιορίστου αριθμού προσώπων ποικίλης προελεύσεως, με χαλαρή ή, ανύπαρκτη ενσωμάτωση, με ό,τι τούτο θα συνεπήγετο για τη συνταγματική τάξη και τη λειτουργία του πολιτεύματος, καθώς και την ομαλή, ειρηνική εξέλιξη της κοινωνικής ζωής».

Μόνο Συντακτική Συνέλευση

Το νέο νομοθετικό εγχείρημα ναι μεν έρχεται σε προφανή αντίθεση με την απόφαση του ΣτΕ, διαμορφωθείσα από την πλειοψηφία των συμμετασχόντων δικαστών, όμως βρίσκεται σε αγαστή σύμπλευση με τη γνώμη της μειοψηφίας, η οποία, κρίνοντας συνταγματικές τις διατάξεις του «νόμου Ραγκούση», αναπτύσσει το νομικοπολιτικό υπόβαθρο της γνώμης της, το οποίο μάλιστα εκθέτει με περισσή σαφήνεια και καθαρότητα.

Σύμφωνη με τη μειοψηφία:  «(...) Ούτε από τη διάταξη αυτή, ούτε από "άλλη συνταγματική διάταξη απορρέει υποχρέωση του νομοθέτη να θέτει ως προϋπόθεση για την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας, τη διαπίστωση γνήσιου δεσμού με το ελληνικό έθνος, δηλαδή την ύπαρξη ήδη διαμορφωθείσης εθνικής συνείδησης των πολιτογραφούμενων αλλοδαπών. Κατά μείζονα δε λόγο, όταν πρόκειται για απονομή ιθαγένειας σε ανήλικα τέκνα αλλοδαπών. Και τούτο διότι, άλλωστε, με την απονομή της ιθαγένειας ο αλλοδαπός καθίσταται Έλληνας πολίτης, συμπολίτης των λοιπών Ελλήνων πολιτών και όχι ομοεθνής τους, δηλαδή δεν του αναγνωρίζεται και η ελληνική εθνική ταυτότητα. (...)».

Με τη νομοθετική τροποποίηση, όπως και με τον "νόμο Ραγκούση", το κρινόμενο ζήτημα δεν είναι η αυτόματη αναγνώριση ιθαγένειας σε παιδιά αλλοδαπών, τα οποία σε κάθε περίπτωση πρέπει να τύχουν του ιδιαίτερου ενδιαφέροντός μας, ευελπιστώντας ότι, όταν ενηλικιωθούν, θα αισθανθούν τα ίδια και όσα το δυνατόν περισσότερο, την ανάγκη να ζητήσουν, αυτοβούλως, την αναγνώριση, διά πολιτογραφήσεως, του διαμορφωθέντος δεσμού τους με την Ελλάδα. 

Το κυρίαρχο ζήτημα είναι ότι επιχειρείται η αναγνώριση του ελληνικού κράτους ως πολυεθνικού, η αυτόματη και αθρόα πολιτογράφηση ποικίλων κατηγοριών αλλοδαπών, ανοίγει η οδός για τη διεκδίκηση δικαιωμάτων εθνικών μειονοτήτων και τίθεται εν αμφιβόλω ο εθνικός χαρακτήρας του κράτους και η ισχύς της Ιδρυτικής Διακηρύξεως της Α΄ Εθνοσυνελεύσεως της Επιδαύρου "Το Εθνος των Ελλήνων (...) διά των νομίμων αυτού παραστατών (...) κηρύττει την πολιτικήν αυτού ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν).

Οι βουλευτές, ως σύγχρονοι παραστάτες του, αφού κατ' άρθρο 51 παρ. 2 του Συντάγματος «αντιπροσωπεύουν το Έθνος», οφείλουν να εξετάσουν την ουσία της ψήφου τους παρεχόμενης σε ένα νομοσχέδιο εμφανιζόμενο υπό το κέλυφος μιας "ευνοϊκής" μεταχείρισης σε ανήλικα τέκνα, όντως ταλαιπωρημένων, αλλοδαπών.

Όμως οι εμπνευστές και υποβολείς τέτοιων διατάξεων, πάσχοντες από ιστορική αγνωσία ή ακρισία, καλό είναι να εννοήσουν ότι ο εθνικός χαρακτήρας του ελληνικού κράτους μπορεί να απεμποληθεί μόνον από Συντακτική Συνέλευση συνοδευόμενη από δημοψήφισμα, αφού αποτελεί θέμα σημασίας «πλέον μείζονος» τόσον της μορφής του πολιτεύματος (που έγινε δημοψήφισμα) όσον και της απεμπολήσεως της νομισματικής εθνικής κυριαρχίας (που δεν έγινε και αναποφεύκτως θα γίνει).